χέλυς

χέλυς
-υος, η, ΝΑ
νεοελλ.
(λόγιος τ.) γένος μεγάλων υδρόβιων χελωνών, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας χελυΐδες
αρχ.
1. η χελώνα («αἴολον ὄστρακον ἐσσί, χέλυς ὄρεσσι ζώουσα», Υμν. Ερμ.)
2. η λύρα με ηχείο από όστρακο χελώνας («ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν», Ευρ.)
3. το κοίλο μέρος τής λύρας, το ηχείο
4. το κοίλωμα τού θώρακα, στο οποίο βρίσκονται οι πνεύμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. χέλυς, παράλληλα με έναν αμάρτυρο αρχικό σλαβ. τ. *želũ- (πρβλ. αρχ. σλαβ. žely, želĭve, ρωσ. žolur), ανάγονται σε έναν ΙΕ τ. *ghelū- με σημ. «χελώνα». Άλλοι σχηματισμοί από το ίδιο θ. είναι ο τ. χελύνη (< *ghe-lūnā) με επίθημα -ύνη (πρβλ. κορ-ύνη) και ο τ. χελώνη (< *ghelōunā) με μακρά δίφθογγο -ων- στο επίθημα -ώνη (πρβλ. ῥαστ-ώνη). Όσο για το σχήμα χέλυς: χελώνη πρβλ. και λατ. corvus: κορώνη*. Κατ' άλλους, οι τ. χέλυς, χελώνη ανάγονται στη ρίζα τού χεῖλος* (πρβλ. και χελύνη [Ι]). Για τη σημασιολογική αιτιολόγηση αυτής τής άποψης πρβλ. το ιταλ. διαλ. bezzuca «χελώνα» < γαλατ. beccus «ράμφος» (πρβλ. γαλλ. bec) + αμάρτυρο *pĩts- «μύτη, κορυφή» (πρβλ. αγγλ. peak, γαλλ. pic), πιθ. λόγω τού ότι η χελώνα έχει μυτερό σαγόνι. Λιγότερο πιθανή, τέλος, θεωρείται τόσο η αναγωγή τών τ. στην ΙΕ ρίζα *ghel- «κίτρινος, πράσινος» και η σύνδεσή τους με τα χλόη* και λατ. helvus «κοκκινωπός» όσο και η αναγωγή τους σε μια μη ΙΕ ρίζα. Στη Νέα Ελληνική απαντά ο τ. χελών < χελώνη (πρβλ. βελόνα < βελόνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χέλυς — χέλῡς , χέλυς tortoise fem acc pl χέλῡς , χέλυς tortoise fem nom/voc pl χέλῡς , χέλυς tortoise fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελύων — χέλυς tortoise fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέλυας — χέλυς tortoise fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέλυες — χέλυς tortoise fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέλυος — χέλυς tortoise fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHELYDRI — serpentum genus, apud Sohn. c. 2. Calabria chelydris frequentissima; et Virg. Georgic. l. 2. v. 214. nigris exesa Chelydris Creta. l. item 3. v. 415. Disce et odoratum stabulis accendere cedrum, Galbaneoque agitare graves nidore chelydros: iidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χελεύς — έως, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χέλυς, κιθάρα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελ τού χέλυς «χελώνα» + κατάλ. εύς*] …   Dictionary of Greek

  • χελούω — Α (κατά τον Ησύχ.) βήχω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. ενός αμάρτυρου ρ. *χελύω, σχηματισμένου από τη λ. χέλυς με σημ. «στέρνο, στήθος». Για την εναλλαγή υ / ου , πρβλ. χέλυς: χέλους, χελύσσω: χελούσσω] …   Dictionary of Greek

  • χελύσσω — και επικ τ. χελλύσσω και κατά τον Ησύχ. χελούσσω Α 1. βήχω δυνατά, με απόχρεμψη 2. διασχίζω τα κύματα, κολυμπώ φυσώντας το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέλυς με σημ. «στέρνο, στήθος» (πρβλ. και χελούω). Ο τ. χελλύσσω < χελύσσω, με διπλασιασμό τού λ για …   Dictionary of Greek

  • χέλυι — χέλυϊ , χέλυς tortoise fem dat sg χέλυς tortoise fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”